1 ἐνδέω
• Morfología: [perf. part. pas. ἐνδεμένον SEG 37.1001.9 (Lidia II/III d.C.)]
I c. noción de ‘atar con ligaduras’
1 atar, fijar, sujetar c. ac. de la cuerda o cable
ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ (σχεδίῃ)Od.5.260,
νευρὴν ... ἣν ἐνέδησα (al arco)Il.15.470, tb. en v. med.
λύρῃ ἐνεδήσατο χορδάςCall.Del.253.
2 sujetar, atar o encadenar
a) de concr., c. ac. de lo atado
αὐτὰρ ὁ εὖ ἐνέδησε λόφοις (ζυγά)entonces él ató bien (el yugo) a las nucas de los bueyes, A.R.3.1317, c. dat. instrum.
ἄμφω δὲ βαρεῖ ἐνεδήσατο δεσμῷ(Heracles) sujetó a ambas (serpientes) con la pesada atadura de sus manos, Theoc.24.27,
ἔνδησον (χάρτην) ἀνὰ μέσον τῆς σειρᾶςata el trozo de papiro en el centro del cordón, PMag.4.1382, en v. pas.
μυθολογοῦσι τὸν Ἰξίονα ... ὑπὸ Διὸς εἰς τροχὸν ἐνδεθῆναιD.S.4.69;
b) fig.
τὰς τῆς ἀθανάτου ψυχῆς περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον σῶμαPl.Ti.43a,
οἱ θεοὶ ... ἐνδήσαντες τῷ σώματι ... τὴν ψυχὴν δεσπόσουσαν αὐτοῦAlcin.173.5, tb. c. compl. prep.
ἐν ... τῷ ... θώρακι τὸ τῆς ψυχῆς θνητὸν γένος ἐνέδουνPl.Ti.69e, en v. pas.
ὅταν (ψυχή) εἰς σῶμα ἐνδεθῇ θνητόνPl.Ti.44b, cf. Phd.81e,
ὅταν δ' ἔρωτος ἐνδεθῶμεν ἄρκυσινDicaeog.1b
•frec. c. ac. de pers. o dioses y dat. de abstr. o giro prep. ref. situaciones o compromisos que condicionan o determinan la conducta
Ζεύς με ... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃIl.2.111, cf. S.OC 526,
ἱκέτευε μή μιν ἀναγκαίῃ ἐνδέειν διακρῖναι τοιαύτην αἵρεσινle suplicó que no le atase a la necesidad de tomar tal elección Hdt.1.11,
ταῖς ἐρωτικαῖς ἐπιθυμίαις ἐνδήσασαι τὴν ψυχὴν αὐτοῦHeraclit.Par.20,
τί με σαρκὸς ἐν ἄρκυσι ταῖσδ' ἐνέδησας;Gr.Naz.M.37.1281B, tb. en v. med.
ἐνδησάμεναι δ' αὐτοὺς τῷ πρὸς αὐτὰς ἔρωτιI.AI 4.132,
τοὺς Ἴβηρας εἰς τὴν αὑτῶν (τῶν Ῥωμαίων) φιλίαν καὶ πίστιν ἐνεδήσατοPlb.10.34.1, en v. pas.
ἀναγκαίῃ ἐνδεδεμένοιprisioneros de la necesidad Hdt.9.16,
τῇ ... χάριτιPlb.20.11.10,
εἰς τὴν ταύτης (τῆς συγκλήτου) πίστινPlb.6.17.8,
εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτωνPlb.13.1.3;
c) c. dat. instrum. esp. ref. juramentos o procedimientos mág., en v. act. o med.
μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσινE.Med.162, cf. I.AI 1.242,
τοὺς ἀνθρώπους ἀραῖς ἐνδῆσαιI.AI 4.123,
τρόπους ἐξορκώσεων ... οἷς οἱ ἐνδούμενοι τὰ δαιμόνιαI.AI 8.45,
σωφροσύνῃ καὶ καρτερίᾳ ὥσπερ τισὶν ἡνίαις ἐνδησάμενος αὐτάς (τὰς ἐπιθυμίας)Ph.2.84, en v. pas.
ὁρκίοισί τε ... μεγάλοισι ἐνδεδέσθαιHdt.3.19,
ὁρῶντες αὑτοὺς ἐνδεδεμένους μεγάλοις ὁμηρεύμασιPlu.Rom.16.
II c. noción de ‘meter en’, ‘rodear’ o ‘envolver’
1 envolver, liar cosas en un paño o lienzo, frec. en medic. y magia, c. dat. o giro prep.
(τὸ προσθετὸν) ... εἰς ὀθόνιον ἐνδέωνHp.Loc.Hom.47,
ἄρτον ... ἐς ῥάκοςHp.Nat.Mul.34, cf. Dsc.3.83.3, PSI Medic.7.58,
κύμινον ῥάκειGal.12.813,
τὸν ὀδόντα τῆς μυγαλῆς ... εἰς δέρμα λέοντος ἄρτι ἀποδαρένLuc.Philops.7, cf. PMag.63.26,
κόρακος κόπρον ... ἐν ἀπλύτῳ ἐρίῳHippiatr.Cant.14.7, vestidos en un lienzo para preservarlos de las polillas, Callinic.Mon.V.Hyp.34.4, en v. pas.
(ἐρύσιμον) ἐνδεθὲν εἰς ὀθόνιονDsc.2.158,
(λιθάριον) ἐνδεμένον ἐν λινουδίῳSEG 37.1001.9 (Lidia II/III d.C.)
•tb. c. ac. de pers., para arrojarlas al mar
τὰς ἐπιφανεστάτα πορνευομένας ἐνδήσας εἰς σάκκους καταποντίσαιTheopomp.Hist.227,
τοὺς δὲ λεπροὺς εἰς μολιβδίνους χάρταςI.Ap.1.307.
2 envolver, embalar en paja algo para transportarlo sin que se rompa, en v. act. o med.
δός μοι φορυτόν, ἵν' αὐτὸν ἐνδήσας φέρω ὥσπερ κέραμονAr.Ach.927, cf. 929,
συκοφάντην ἔξαγε, ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενοςAr.Ach.905, en v. pas.
ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ πυρῶνHdt.4.33.
III en perf.
1 estar sujeto, estar fijo c. dat. de cuerpos celestes
οἷσιν (ἀστράσι) ... οὐρανὸς ἐνδέδεταιAP 9.25 (Leon.),
τὰ δὲ ἄστρα ... ἐνδεδεμένα τοῖς κύκλοις φέρεσθαιArist.Cael.289b33.
2 rodear, abrazar de tierra rodeada por el mar, en v. med.
τινι νάσων ἃς Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεταιArchimel.SHell.202.6, cf. IKyzikos 1.494.6 (I/II d.C.), en v. pas.
Ὠκεανός, τῷ πᾶσα περίρρυτος ἐνδέδεται χθώνEuph.154.
3 engastar, incrustar piedras preciosas o sellos en anillos, c. dat. o giro prep., sólo en part. pas., c. suj. de la piedra
δακτύλιος σιδηροῦς χρυσίῳ ἐνδεδεμένοςIG 11(2).161B.48, cf. B.50 (III a.C.),
ἀσπιδίσκαι ὀνύχιναι ... ἐν χρυσίῳ ἐνδεδεμέναιID 442B.32 (II a.C.),
λίθους ὄνυχας ... ἀργυροῦς ἐνδεδε[μέν]ους κύκλῳ ἐν χρυσίῳID 1408A.1.34 (II a.C.),
λίθων ταῖς σπείραις ... ἐνδεδεμένωνcon piedras incrustadas en las estrías de la cratera, I.AI 12.78,
λίθου σφραγῖδα ἐνδεδεμένην χρυσῷPaus.10.30.4, tb. c. suj. del anillo y dat. de la piedra
δακτυλίων ... ἐνδεδεμένων λίθοις πολυτελέσιD.S.19.34.
IV arq.
1 trabar, sujetar, consolidar un muro con tablas o largueros de madera
ὅσα κατέρ[ρ]ωγεν τοῦ τ[εί]χους ἐνδήσει θράνο[ις ξυλίνοιςIG 22.463.75 (IV a.C.)
•fig. consolidar, asegurar en v. pas.
νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν ... ἀρχήνPlb.9.23.2.
2 unir, ligar ladrillos con asfalto para hacer un muro
ὀπτὰς δὲ πλίνθους εἰς ἄσφαλτον ἐνδησαμένη τεῖχος κατεσκεύασεD.S.2.7.